Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στρίμωγμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στρίμωγμα [ˈstrimɔɣma] SUBST ουδ

1. στρίμωγμα (πράξη):

στρίμωγμα

2. στρίμωγμα (κατάσταση):

στρίμωγμα
Gedränge ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский