Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στρίφωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στρίφωμα [ˈstrifɔma] SUBST ουδ

1. στρίφωμα (άκρη υφάσματος):

στρίφωμα
Saum αρσ

2. στρίφωμα (η πράξη):

στρίφωμα
Säumen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский