Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „nödtvång“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Andrang , Strang και drang

drang [draŋ]

drang απλ παρελθ von dringen

Βλέπε και: dringen

dringen <dringt, drang, gedrungen> [ˈdrɪŋən] VERB αμετάβ

2. dringen (bestehen):

auf etw αιτ dringen

Andrang <-(e)s> SUBST αρσ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский