Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: mehrere , mehren και messen

II . messen <misst, maß, gemessen> [ˈmɛsən] VERB αμετάβ

1. messen (Höhe):

III . messen <misst, maß, gemessen> [ˈmɛsən] VERB αυτοπ ρήμα

I . mehren [ˈmeːrən] VERB μεταβ

II . mehren [ˈmeːrən] VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский