Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: bunt , buk και Bukett

buk veraltet o. CH

buk απλ παρελθ von backen

Βλέπε και: backen

backen <bäckt, backte/buk, gebacken> [ˈbakən] VERB μεταβ (Brot, Kuchen)

Bukett <-(e)s, -e [o. -s] > [buˈkɛt] SUBST ουδ

1. Bukett τυπικ (Strauß):

2. Bukett (von Wein):

άρωμα ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский