Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τέρμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τέρμα [ˈtɛrma] SUBST ουδ

1. τέρμα (τέλος):

τέρμα
Ende ουδ
στο τέρμα
ως το τέρμα
τέρμα! (σταμάτα πια)

2. τέρμα (σε αγώνα δρόμου, σκοπός):

τέρμα
Ziel ουδ

3. τέρμα (τελευταία στάση) ΣΙΔΗΡ:

τέρμα
Endstation θηλ

4. τέρμα (στο ποδόσφαιρο):

τέρμα
Tor ουδ
Torraum αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский