Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άρωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άρωμα [ˈarɔma] SUBST ουδ

1. άρωμα (ευωδιά):

άρωμα
Duft αρσ

2. άρωμα (ουσία):

άρωμα
Parfüm ουδ

3. άρωμα (σε παγωτό):

άρωμα
Geschmack αρσ
άρωμα βανίλιας

Παραδειγματικές φράσεις με άρωμα

άρωμα βανίλιας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский