Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: bocken , boomen , booten , boostern και Borke

boomen [ˈbuːmən] VERB αμετάβ (Geschäft)

bocken VERB αμετάβ

2. bocken οικ (Motor):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский