Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δόση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δόσ|η <-εις> [ˈðɔsi] SUBST θηλ

1. δόση (φαρμάκου, ακτινοβολίας):

δόση
Dosis θηλ
Strahlendosis θηλ
ελάχιστη δόση
Minimaldosis θηλ
ελάχιστη δόση
Mindestdosis θηλ
μέγιστη δόση
Maximaldosis θηλ
μέγιστη δόση
Höchstdosis θηλ
μέση δόση
mittlere Dosis θηλ
Überdosis θηλ

3. δόση (ένας κάποιος βαθμός):

δόση
ein gewisser Grad αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский