Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπουκώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μπουκώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [buˈkɔnɔ] VERB μεταβ

1. μπουκώνω (γενικά: χώνω):

μπουκώνω σε
stopfen in +αιτ

2. μπουκώνω (το φαΐ):

μπουκώνω

3. μπουκώνω (βουλώνω, φράζω):

μπουκώνω

II . μπουκώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [buˈkɔnɔ] VERB αμετάβ (παραχορταίνω)

μπουκώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский