Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πεισματώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πεισματώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [pizmaˈtɔnɔ] VERB μεταβ (κάποιον)

πεισματώνω

II . πεισματώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [pizmaˈtɔnɔ] VERB αμετάβ

1. πεισματώνω (με πιάνει το πείσμα):

πεισματώνω

2. πεισματώνω (είμαι πεισματάρης):

πεισματώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский