Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πεισματάρης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πεισματάρ|ης <-α, -ικο> [pizmaˈtaris] ΕΠΊΘ

πεισματάρης

II . πεισματάρ|ης <-α, -ικο> [pizmaˈtaris] SUBST αρσ/θηλ

πεισματάρης
Trotzkopf αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский