Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πειραχτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πειραχτικ|ός <-ή, -ό> [piraxtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. πειραχτικός (που αστειεύεται, που πειράζει):

πειραχτικός

2. πειραχτικός (που θίγει):

πειραχτικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский