Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: bartlos , bar , barfuß , barsch , barock και barst

bartlos ΕΠΊΘ

barst [barst]

barst απλ παρελθ von bersten

Βλέπε και: bersten

bersten <birst, barst, geborsten> [ˈbɛrsten] VERB αμετάβ +sein

1. bersten (Eis, Glas):

barsch [barʃ] ΕΠΊΘ (grob)

barfuß ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский