Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: langgehen , langlegen , langweilen και langhaarig

lang|legen VERB αυτοπ ρήμα sich langlegen οικ

1. langlegen (sich hinlegen):

2. langlegen (hinfallen):

II . langweilen [ˈlaŋvaɪlən] VERB αυτοπ ρήμα

langhaarig ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский