Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βαριέμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βαρ|ιέμαι <-έθηκα> [vaˈri̯ɛmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ/αμετάβ

1. βαριέμαι (αισθάνομαι ανία):

3. βαριέμαι (αισθάνομαι κορεσμό):

ιδιωτισμοί:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский