Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „langlegen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

lang|legen VERB αυτοπ ρήμα sich langlegen οικ

1. langlegen (sich hinlegen):

sich langlegen

2. langlegen (hinfallen):

sich langlegen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"langlegen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский