Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξαπλώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξαπλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ksaˈplɔnɔ] VERB μεταβ

1. ξαπλώνω (πανί: ξεδιπλώνω, ανοίγω):

ξαπλώνω

2. ξαπλώνω (αφήνω στο έδαφος):

ξαπλώνω

II . ξαπλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ksaˈplɔnɔ] VERB αμετάβ (πλαγιάζω)

ξαπλώνω

III . ξαπλώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. ξαπλώνομαι (επεκτείνομαι):

2. ξαπλώνομαι (διαδίδομαι):

Παραδειγματικές φράσεις με ξαπλώνω

ξαπλώνω μπρούμυτα
ξαπλώνω στον ήλιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский