Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξανοίγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξανοί|γω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ksaˈniɣɔ] VERB μεταβ (ανοίγω τελείως)

ξανοίγω

II . ξανοί|γω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ksaˈniɣɔ] VERB αμετάβ (καιρός)

ξανοίγω

III . ξανοίγομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. ξανοίγομαι (εκμυστηρεύομαι):

2. ξανοίγομαι (ξοδεύω πολλά):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский