Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „weggehabt“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

weg|haben ΡΉΜΑ μεταβ ανώμ οικ

2. weghaben (fortwünschen):

3. weghaben (bewandert sein):

4. weghaben (bekommen haben):

ιδιωτισμοί:

einen weghaben οικ
être pété(e) οικ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Der Landrat dagegen wollte das gesamte Heim weghaben.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina