Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „wegfuttern“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

weg|futtern ΡΉΜΑ μεταβ οικ

1. wegfuttern (essen ohne abzugeben):

jdm alle Kekse wegfuttern

2. wegfuttern (restlos aufessen):

die ganze Torte wegfuttern

Παραδειγματικές φράσεις με wegfuttern

die ganze Torte wegfuttern
jdm alle Kekse wegfuttern

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina