Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: predigen , Kreditor και Prediger

Prediger(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)

prédicateur(-trice) αρσ (θηλ)

Kreditor(in) <-s, -oren> [ˈkreːditoːɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΟΙΚΟΝ

créancier(-ière) αρσ (θηλ)

I . predigen [ˈpreːdɪgən] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. predigen (eine Predigt halten):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina