Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „flaues“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

flau [flaʊ] ΕΠΊΘ

1. flau (unwohl):

ein flaues Gefühl haben

2. flau (nicht gut):

Παραδειγματικές φράσεις με flaues

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Die andere Erscheinung ist spiritueller Natur, bei der er als unsichtbare „Präsenz“ vor allem Bergsteigern ein flaues Magengefühl bescheren soll.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina