Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ängstigen , angstfrei , ordnungsliebend και Angstzustand

angstfrei ΕΠΊΘ

II . ängstigen [ˈɛŋstɪgən] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. ängstigen (sich fürchten):

2. ängstigen (sich sorgen):

Angstzustand ΟΥΣ αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina