Γερμανικά » Γαλλικά

Unbeteiligte(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

unbeteiligt ΕΠΊΘ

2. unbeteiligt (desinteressiert):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Unbeteiligte Unbeteiligter" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina