Γερμανικά » Γαλλικά

Beklagte(r) [bəˈklaːktɐ] ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ ΝΟΜ

défendeur αρσ /défenderesse θηλ
prévenu(e) αρσ (θηλ)

II . beklagen* ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

ιδιωτισμοί:

beklagt ΕΠΊΘ ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina