Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „rundgehen“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

I . rund|ge·hen ανώμ ΡΉΜΑ αμετάβ +sein

1. rundgehen (herumgereicht werden):

rundgehen
etw rundgehen lassen
to pass around sth χωριζ

2. rundgehen (herumerzählt werden):

rundgehen
wie der Blitz rundgehen

II . rund|ge·hen ανώμ ΡΉΜΑ αμετάβ απρόσ ρήμα +sein

1. rundgehen οικ (was los sein):

rundgehen

2. rundgehen οικ (Ärger geben):

now there'll be [all] hell to pay! οικ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

wie der Blitz rundgehen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"rundgehen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文