Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „rundgehen“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

I . rund|gehen ανώμ ΡΉΜΑ αμετάβ +sein

1. rundgehen (herumgereicht werden) Flasche, Foto:

rundgehen
etw rundgehen lassen

2. rundgehen (herumerzählt werden) Gerücht, Nachricht, Neuigkeit:

rundgehen

II . rund|gehen ανώμ ΡΉΜΑ αμετάβ απρόσ +sein οικ

Παραδειγματικές φράσεις με rundgehen

etw rundgehen lassen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"rundgehen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina