Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ventilo , vanillé , vanille και vanité

vanille [vanij] ΟΥΣ θηλ

2. vanille ΒΟΤ:

Vanilleschote θηλ

vanillé(e) [vanije] ΕΠΊΘ

Vanille-

ventilo

Βλέπε και: ventilateur

ventilateur [vɑ͂tilatœʀ] ΟΥΣ αρσ

vanité [vanite] ΟΥΣ θηλ

1. vanité (amour-propre):

Eitelkeit θηλ

3. vanité λογοτεχνικό (illusion):

Eitelkeit θηλ τυπικ
Nichtigkeit θηλ

ιδιωτισμοί:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina