Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: sentinelle , sensationnel , sensation , sensationnaliste και sensationnalisme

sensationnel(le) [sɑ͂sasjɔnɛl] ΕΠΊΘ

2. sensationnel οικ (super):

sagenhaft οικ

sentinelle [sɑ͂tinɛl] ΟΥΣ θηλ

ιδιωτισμοί:

sensationnalisme [sa͂sasjɔnalism] ΟΥΣ αρσ

sensationnaliste [sa͂sasjɔnalist] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina