Γαλλικά » Γερμανικά

référé [ʀefeʀe] ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ

II . référer [ʀefeʀe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. référer (faire référence à):

auf jdn/etw Bezug nehmen τυπικ

2. référer (s'en remettre à):

Παραδειγματικές φράσεις με référé

en référé (arrêt)
sans avoir référé à qn

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "référé" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina