Γαλλικά » Γερμανικά

pige [piʒ] ΟΥΣ θηλ

1. pige πλ οικ (année):

avoir 40 piges
à 53 piges, ...
mit 53, ... οικ

piger [piʒe] ΡΉΜΑ μεταβ, αμετάβ οικ

Παραδειγματικές φράσεις με piges

à 53 piges, ...
mit 53, ... οικ
avoir 40 piges

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina