Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: kick , lice και lic.

lic. ΟΥΣ αρσ

lic. συντομογραφία: licencié CH

lic.
lic. CH

Βλέπε και: licencié

II . licencié(e) [lisɑ͂sje] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

2. licencié ΑΘΛ:

Lizenzspieler(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina