Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: feinter , feinte , feindre και feint

feinte [fɛ͂t] ΟΥΣ θηλ

feinter [fɛ͂te] ΡΉΜΑ μεταβ

1. feinter ΑΘΛ:

2. feinter οικ (rouler):

hereinlegen οικ

I . feint(e) [fɛ͂, fɛ͂t] ΡΉΜΑ

feint part passé de feindre

II . feint(e) [fɛ͂, fɛ͂t] ΕΠΊΘ

Βλέπε και: feindre

II . feindre [fɛ͂dʀ] ΡΉΜΑ αμετάβ λογοτεχνικό

II . feindre [fɛ͂dʀ] ΡΉΜΑ αμετάβ λογοτεχνικό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina