Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: barrer , bâfrer και ancrer

II . ancrer [ɑ͂kʀe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. ancrer:

2. ancrer (s'enraciner):

I . bâfrer [bɑfʀe] ΡΉΜΑ μεταβ οικ

II . bâfrer [bɑfʀe] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ (être glouton)

fressen αργκ

I . barrer [baʀe] ΡΉΜΑ μεταβ

2. barrer (biffer):

3. barrer ΝΑΥΣ:

4. barrer καναδ (fermer à clé):

II . barrer [baʀe] ΡΉΜΑ αμετάβ

III . barrer [baʀe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ

abhauen οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina