oiled στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για oiled στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

oiled → oil II

1. oil:

petrolio αρσ
olio αρσ
to check the oil ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ
to change the oil ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ
to strike oil μτφ

Μεταφράσεις για oiled στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

oiled στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για oiled στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά

oiled Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to be no oil painting αυστραλ, βρετ ειρων
interrompere le forniture θηλ di petrolio/acqua αμετάβλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "oiled" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski