Μεταφράσεις για London-bound στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

I.diretto [diˈrɛtto] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ

diretto → dirigere

Βλέπε και: dirigere

1. dirigere (gestire, essere a capo di):

3. dirigere (orientare, volgere):

Μεταφράσεις για London-bound στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski