I.whole [αμερικ hoʊl, βρετ həʊl] ΕΠΊΘ
1.1. whole (entire) προσδιορ, no συγκρ:
1.2. whole (emphatic use):
2.1. whole pred (in one piece):
II.whole [αμερικ hoʊl, βρετ həʊl] ΟΥΣ
1. whole (integral unit):
- todo αρσ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.