I.sink1 <παρελθ sank, μετ παρακειμ sunk> [αμερικ sɪŋk, βρετ sɪŋk] ΡΉΜΑ αμετάβ
1.1. sink (in water):
1.2. sink (subside):
1.3. sink (lapse):
2. sink (fall, drop):
- she has sunk in my estimation
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.