I.joint [αμερικ dʒɔɪnt, βρετ dʒɔɪnt] ΟΥΣ
1. joint ΑΝΑΤ:
- articulación θηλ
3. joint ΜΑΓΕΙΡ:
4. joint (place) οικ:
ιδιωτισμοί:
II.joint [αμερικ dʒɔɪnt, βρετ dʒɔɪnt] ΕΠΊΘ προσδιορ
1. joint action/decision/initiative:
- coparticipación θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.