I.bore1 [αμερικ bɔr, βρετ bɔː] ΡΉΜΑ μεταβ
bore well/shaft/tunnel:
II.bore1 [αμερικ bɔr, βρετ bɔː] ΡΉΜΑ αμετάβ
III.bore1 [αμερικ bɔr, βρετ bɔː] ΟΥΣ
1. bore (diameter of cylinder, pipe, gun barrel):
- calibre αρσ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.