I.feed <παρελθ & μετ παρακειμ fed> [αμερικ fid, βρετ fiːd] ΡΉΜΑ μεταβ
1.1. feed (give food to):
1.3. feed (provide food for):
1.4. feed (give as food):
2.1. feed (supply):
2.2. feed (insert, pass):
II.feed <παρελθ & μετ παρακειμ fed> [αμερικ fid, βρετ fiːd] ΡΉΜΑ αμετάβ
III.feed [αμερικ fid, βρετ fiːd] ΟΥΣ
1.1. feed C (act of feeding):
2. feed C (on machine):
- alimentador αρσ