I.swallow [βρετ ˈswɒləʊ, αμερικ ˈswɑloʊ] ΟΥΣ
1. swallow ΖΩΟΛ:
- hirondelle θηλ
2. swallow (gulp):
- gorgée θηλ
II.swallow [βρετ ˈswɒləʊ, αμερικ ˈswɑloʊ] ΡΉΜΑ μεταβ
2. swallow (believe):
- avaler οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.