I.teach <απλ παρελθ, μετ παρακειμ taught> [βρετ tiːtʃ, αμερικ titʃ] Teach For America ΡΉΜΑ μεταβ
1. teach (instruct):
2. teach (impart):
3. teach (as career):
- être instituteur/-trice
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.