I.hammer [αμερικ ˈhæmər, βρετ ˈhamə] ΟΥΣ
1.1. hammer (tool):
- martillo αρσ
3. hammer ΑΘΛ:
- martillo αρσ
II.hammer [αμερικ ˈhæmər, βρετ ˈhamə] ΡΉΜΑ μεταβ
1. hammer:
3. hammer (defeat):
- hammer οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.