Ελληνικά » Γερμανικά

χρήσ|η <-εις> [ˈxrisi] SUBST θηλ

1. χρήση (χρησιμοποίηση) ΝΟΜ:

χρήση
Gebrauch αρσ
είμαι σε χρήση
Universal-
Einweg-
χρήση ενέργειας
κοινή χρήση
κοινή χρήση
προσωπική χρήση
έτοιμος για χρήση
αξία θηλ χρήσης ΟΙΚΟΝ, ΝΟΜ
Gebrauchswert αρσ
Nutzungsrecht ουδ
όροι αρσ πλ χρήσης
Nutzungsbedingungen θηλ πλ
όφελος ουδ χρήσης ΝΟΜ
Gebrauchsort αρσ

2. χρήση ΟΙΚΟΝ:

χρήση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский