Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κρέμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κρέμα [ˈkrɛma] SUBST θηλ

1. κρέμα (καλλυντικό):

κρέμα
Creme θηλ
Aufbaucreme θηλ
αντηλιακή κρέμα
Sonnencreme θηλ
κρέμα βανίλιας
Vanillecreme θηλ
Allzweckcreme θηλ
ενυδατική κρέμα
Bleichcreme θηλ
Rasiercreme θηλ
κρέμα προσώπου
Gesichtscreme θηλ
Wundcreme θηλ
κρέμα χεριών
Handcreme θηλ

2. κρέμα (ανθόγαλα):

κρέμα
Sahne θηλ
ξινή κρέμα
saure Sahne θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский