Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λιώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . λιώ|νω <-σα, -μένος> [ˈʎɔnɔ] VERB μεταβ

1. λιώνω (ρευστοποιώ):

λιώνω

2. λιώνω (φθείρω):

λιώνω

3. λιώνω (πολτοποιώ):

λιώνω

4. λιώνω (συνθλίβω: δάχτυλα κτλ):

λιώνω

II . λιώ|νω <-σα, -μένος> [ˈʎɔnɔ] VERB αμετάβ

2. λιώνω (φθείρομαι):

λιώνω

Παραδειγματικές φράσεις με λιώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский