Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λιχουδιά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λιχουδιά [lixuˈðja] SUBST θηλ

1. λιχουδιά (λαιμαργία):

λιχουδιά
Gier θηλ

2. λιχουδιά (φαγητό, γλύκισμα):

λιχουδιά
Leckerei θηλ
λιχουδιά
Leckerbissen αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский