Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λιχουδεύομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λιχουδ|εύομαι <-εύτηκα> [lixuˈðɛvɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ (φαγώσιμο)

λιχουδεύομαι κάτι
Appetit auf etw αιτ haben

Παραδειγματικές φράσεις με λιχουδεύομαι

λιχουδεύομαι κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский